ἅντινα

ἅντινα
ἅ̱ντινα , ὅστις
that
fem acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραδιοχημεία — Κλάδος της χημείας, που ασχολείται με τη μελέτη των ραδιενεργών ουσιών. Περιλαμβάνει τους περίπλοκους πυρηνικούς μετασχηματισμούς, τη μεταβολή ενός στοιχείου σε ένα άλλο, καθώς και τη φύση και τις ιδιότητες της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Η ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ρεμπελεύω — εψα, είμαι ή γίνομαι ρέμπελος, αργόσχολος, ανυπόταχτος: Ο γιος του, αντίνα σπουδάζει, ρεμπέλευε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”